Υπάρχουσα κατάσταση, οι χαμένες ευκαιρίες
Στον τομέα της ενέργειας η χώρα μας έχει την ευκαιρία, με την πολιτική στήριξη της ΕΕ, αλλά και την εμπειρία άλλων χωρών, μεθοδικά και με ειλικρίνεια να οργανώσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και να κάνει τις κατάλληλες προσαρμογές. Ωστόσο, για δεκαετίες δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες που εμφανίζονται, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί οι κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις ήταν και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τους εισαγωγείς ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο & φυσικό αέριο), τους εισαγωγείς αυτοκινήτων καθώς και με το μεταπολεμικό «αναπτυξιακό» μοντέλο γενικότερα, το ίδιο αυτό μοντέλο που ευθύνεται για την κλιματική κρίση. Αντί να αντιμετωπιστεί η ουσιαστικά η κλιματική αλλαγή, ως πολίτες διαπιστώνουμε φραστικές και διεκπεραιωτικές πολιτικές και τετελεσμένα, όπως η συστηματική προώθηση ερευνών για εξόρυξη υδρογονανθράκων, η βίαιη απολιγνιτοποίηση αλλά όχι απανθρακοποίηση που οδηγεί σε εκτεταμένη χρήση υδρογονανθράκων και ειδικά φυσικού (ορυκτού) αερίου και πολιτικές μετάβασης που έρχονται «από έξω» και «από επάνω». Κλείσιμο ολόκληρων γραμμών σιδηροδρόμου και ενίσχυση των οδικών μεταφορών, μονόπλευρες και επιλεκτικές πολιτικές για τις ΑΠΕ με γραφειοκρατικά και στεγανά εργαλεία, χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό και χωρίς την ενεργή συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας, ανεπαρκή και αποσπασματικά μέτρα για τα ενεργοβόρα κτίρια, αποσπασματικό Εθνικό Σχέδιο Δράσης (ΕΣΕΚ), ετεροβαρές και με ελλιπή διαβούλευση σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (2021), τιμολογιακή πολιτική που αποθαρρύνει την εξοικονόμηση.
Επιπλέον οι Οικολόγοι Πράσινοι διαπιστώνουν ότι οι μονομερείς σημερινές πολιτικές των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων ΑΠΕ, που κυριαρχούν την τελευταία εικοσαετία, έχουν αφήσει τους πολίτες και τις συνεργατικές τοπικές επενδύσεις σε ανθρώπινη και βιώσιμη κλίμακα στο περιθώριο.
Πρέπει να αξιοποιηθούν οι διαθέσεις των πολιτών που δείχνουν ότι το 37% θα ήθελε σαφώς να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά στο σπίτι (ταράτσα, στέγη, όψη, αυλή) και άλλο ένα 35% θα ήθελε, αλλά διστάζει να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά ή/και μικρή ανεμογεννήτρια στο σπίτι, στο γραφείο ή στο χωράφι, γιατί υπάρχει η γραφειοκρατία, ελλείπουν επιδοτήσεις και η απόσβεση χρειάζεται κάποια χρόνια
Είναι αδιανόητο σήμερα να χρησιμοποιείται κατά 0% η οικιακή γεωθερμία και ποτέ να μην έχουν δοθεί κίνητρα γι’ αυτήν.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ θεωρούν ότι, σε καιρό κρίσης, αυτές οι διαθέσεις έχουν τεράστια σημασία καθώς δείχνουν ότι οι πολίτες θέλουν να επενδύσουν, αν η ενεργειακή τους επένδυση αποδίδει γρηγορότερα, και παράλληλα, αν μειωθεί η γραφειοκρατία.
Η εθνική ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να απευθυνθεί προς τους πολίτες, αντί να εφαρμόζει πολιτικές που να κάνουν τους πολίτες αμέτοχους, ανενημέρωτους και σε πολλές περιπτώσεις αντίθετους. Δεν αρκεί η κυρίαρχη λογική που αναζητά μόνο τεχνολογικές λύσεις ή κάποια τεχνολογική μετάβαση για να σωθεί η ζωή και ο πλανήτης. Χρειάζεται και συμφέρει η κοινωνική συναίνεση.
Η απώλεια του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα του συστήματος ενέργειας, που προωθείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να ενισχύσει την αποκέντρωση. Αντίθετα αποδυναμώνει τις πρακτικές ενίσχυσης της τοπικότητας που στοχεύουν στην εξοικονόμηση και τη χρήση πραγματικά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι έργα μικρής κλίμακας προσαρμοσμένα στις κάθε φορά τοπικές συνθήκες οικονομικής – παραγωγικής δραστηριότητας που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Η κατάσταση που φαίνεται να διαμορφώνεται θα δημιουργήσει μεγαλύτερες ανεπάρκειες, ανισορροπίες, αύξηση των τιμολογίων και μεγαλύτερη ενεργειακή φτώχεια.
Η Ελλάδα δεν αντέχει να έχει άλλη μια χαμένη δεκαετία από τέτοιες αποσπασματικές, αντιφατικές, ανειλικρινείς και μονόπλευρες πολιτικές, οι οποίες, δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, οδηγούν στην αποδοχή της εισαγωγής στη χώρα μας πυρηνικής ενέργειας, ενέργειας από λιγνίτη και φυσικού αερίου που παράγεται σε άλλες χώρες. Διαχρονικά γίνεται φανερό ότι οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις είναι πολύ ανεπαρκείς για τις απαιτήσεις της εποχής. Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ καλούν για εκτεταμένες διεργασίες και συνεργασίες, ώστε να αποκτήσει η χώρα κατάλληλες συνεκτικές πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής προσαρμοσμένες στις συνθήκες της χώρας μας με ταυτόχρονη κινητοποίηση, συμμετοχή και οφέλη για τους πολίτες, την αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες.
Να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην αλλαγή του ενεργειακού μας μοντέλου
Ένα πρώτο βήμα είναι να συνταχθεί ένα χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, λιγνίτης, ορυκτό αέριο).
Ένα δεύτερο βήμα αφορά τις πολιτικές διείσδυσης των ΑΠΕ που επιλέχτηκαν πριν μια εικοσαετία και συνεχίζουν να εφαρμόζονται σήμερα. Αναφερόμαστε στις πολιτικές που πριμοδοτούν όχι όλες τις ΑΠΕ, αλλά κυρίως τις μεγάλες ανεμογεννήτριες και τα γιαγαντιαία φωτοβολταϊκά πάρκα. Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ αναγνωρίζουμε τα οφέλη των ΑΠΕ στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Υποστηρίζουμε όμως κατά προτεραιότητα την αυτοπαραγωγή, την ουσιαστική χρήση του εργαλείου των ενεργειακών κοινοτήτων και την ορθή χωροθέτηση των ΑΠΕ. Η εκτεταμένη αδειοδότηση και εγκατάστασή ΑΠΕ, όπου να’ ναι όπως να ’ναι, έχει οδηγήσει σε καταστάσεις μονόπλευρες, κοινωνικά άδικες, περιβαλλοντικά καταστροφικές και κλιματικά αμφιλεγόμενες. Οι νεότερες πολιτικές της ΕΕ που αναβαθμίζουν τη σημασία της βιοποικιλότητας στην κλιματική αλλαγή βρίσκονται σε αντίθεση με τις προωθούμενες μετατροπές μεγάλων φυσικών εκτάσεων σε βιομηχανική γη για ανεμογεννήτριες ή καλλιεργήσιμης γης υψηλής παραγωγικότητας σε φωτοβολταϊκές φάρμες.
Ο μακροχρόνιος ενεργειακός προσανατολισμός της χώρας θα πρέπει να επανεξεταστεί.
Σήμερα η χώρα μας χρειάζεται ένα μορατόριουμ για την επανεξέταση των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Χρειαζόμαστε πολιτικές που να διευκολύνουν τη διείσδυση καινοτόμων ενεργειακών εφαρμογών, να αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη ενεργειακή φτώχεια, να χρησιμοποιούν νέες εξελιγμένες τεχνολογίες, να διαχέουν τα οικονομικά οφέλη στην κοινωνία και να περιλαμβάνουν εκτεταμένες διαδικασίες διαβούλευσης με κατεύθυνση την τελική αποδοχή της κοινωνίας των πολιτών ως απαραίτητου εταίρου σε ένα νέο εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ένα εθνικό Green New Deal.
Σήμερα χρειάζεται ένας συστηματικός ενεργειακός αναπροσανατολισμός προς ένα ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών, με 4 μεγάλες κατευθύνσεις και εξειδικευμένα μέτρα πολιτικής:
- Εξοικονόμηση
- Χωρική ενεργειακή αυτονομία ανεξάρτητα από τις διασυνδέσεις
- Μικρές ΑΠΕ παντού, μεγάλες ΑΠΕ με σχέδιο
- Καμία ανεμογεννήτρια πάνω από τα 600 μ. υψόμετρο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ πιστεύουν ότι βασική ενεργειακή κατεύθυνση είναι να υπάρξουν κατάλληλες πολιτικές που να απευθύνονται ευρέως στους πολίτες για μαζική διείσδυση των ΑΠΕ από τους ίδιους, τόσο στην εξοικονόμηση αλλά όσο και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με τη δημιουργία win-win συνθηκών, δηλαδή αμοιβαίου οφέλους για τους ίδιους τους πολίτες και για το κλίμα. Μια τέτοια κατεύθυνση δεν είναι άγνωστη στη χώρα μας, συνέβη και συμβαίνει με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, και δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται όταν εμπλέκονται οι ίδιοι οι πολίτες.
Το εξοικονομώ κινείται σε σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι ανεπαρκέστατο και θα πρέπει να ληφθούν ισχυρά συμπληρωματικά μέτρα για επιτάχυνση της μείωσης του CO2.
Μετά από έξι «Εξοικονομώ», το 2022 θα έχουν αναβαθμιστεί περί τα 190.000 νοικοκυριά, δηλαδή θα έχουν κάποιες ενεργειακές μικρο-βελτιώσεις αλλά όχι συνολική ενεργειακή αναβάθμιση, με τελική στόχευση να αναβαθμιστούν εν μέρει 600 χιλιάδες κτίρια έως το 2030 (ΕΣΕΚ). Αυτά αντιστοιχούν στο 9-10% των κανονικών κατοικιών της χώρας (6.371.901, απογραφή 2011, ΕΛΣΤΑΤ). Η χώρα μας μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι θα έχει αναβαθμίσει κάπως περί το 10% των κτιρίων και θα έχει μειώσει με το «εξοικονομώ» το CO2 των κτηριακών υποδομών μόλις κατά 5% το 2030, δηλαδή από 45% περί το 40%.
Γίνεται έτσι προφανής η ανεπάρκεια των προγραμμάτων «εξοικονομώ».
Τι πρέπει να γίνει:
- Άμεση επιδότηση μετασχηματισμού των κτιρίων:
Άμεση επιδότηση για παθητικά ηλιακά συστήματα (βιοκλιματική αρχιτεκτονική), γεωθερμικές αντλίες θερμότητας, μικρά φ/β στις στέγες, επέκταση ηλιακών θερμοσιφώνων για θέρμανση, μικρές ανεμογεννήτριες, ευέλικτη διασύνδεση με το δίκτυο. Μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση μπορεί να είναι κατά πολύ αποδοτικότερη να έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα στην επιδίωξη του στόχου της μείωσης του CO2. Το ύψος των επιδοτήσεων για διείσδυση τέτοιων μετασχηματισμών μορφών ΑΠΕ για εξοικονόμηση και παραγωγή θα πρέπει να υπολογιστεί με σαφείς στόχους. Στα κτίρια θα μπορούσε να τεθεί στόχος το 2030, η σημερινή συμμετοχή του κτιριακού τομέα στην συνολική κατανάλωση ενέργειας της χώρας από το 45% να έχει πέσει στο 30% και μέχρι το 2050 στο 10%.
Σημαντική συμβολή μπορούν να συνεχίσουν να έχουν και οι ηλιακοί θερμοσίφωνες – ηλιακοί θερμικοί συλλέκτες, που θα πρέπει να πριμοδοτηθούν για να επεκταθεί η χρήση τους, πέραν της παροχής ζεστού νερού, στη θέρμανση χώρων, κύρια ή επικουρική. Αυτό αφορά όχι μόνο τις κατοικίες αλλά και επιχειρήσεις, θερμοκήπια, δημόσια κτίρια κλπ.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ επισημαίνουν, χωρίς να υποτιμούν τη συμβολή των προγραμμάτων «εξοικονομώ», ότι στον κτιριακό τομέα, όπου και καταναλώνεται πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής ενέργειας, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης με πολύ απλά και χαμηλού κόστους μέτρα που θα μπορούσαν να εκμηδενίσουν σχεδόν τις ενεργειακές ανάγκες των κτιρίων.
Επίσης, οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ προτείνουν πρόσθετα γενικά μέτρα που αφορούν προσαρμογές στους Κτιριοδομικούς και Πολεοδομικούς Κανονισμούς με στόχο το μηδενικό ενεργειακό ισοζύγιο, την εκπαίδευση των μηχανικών δόμησης στους τομείς των παθητικών και ενεργειακών θερμικών ηλιακών συστημάτων, μέτρα στήριξης της μετατροπής των συστημάτων θέρμανσης πετρελαίου σε συστήματα που χρησιμοποιούν βιομάζα (με παράλληλα οφέλη στην απασχόληση και στη βιώσιμη διαχείριση των δασών), την τηλεθέρμανση που μπορεί να επεκταθεί σε όλες τις πόλεις που έχουν θερμές πηγές (περίπου 30), κλπ.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν ότι χρειαζόμαστε βέλτιστες ενεργειακές προδιαγραφές μηχανημάτων και διαδικασιών για υφιστάμενες και νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τιμολογιακή και φορολογική πολιτική που να ενθαρρύνει την εξοικονόμηση, Εκτεταμένες εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, πράσινες προμήθειες σε όλο το δημόσιο τομέα, ευέλικτα και προσιτά συστήματα ενεργειακού συμψηφισμού – net metering (πραγματικού και virtual) και όχι μόνο.
ΧΩΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ
Ανεξάρτητα από τις διασυνδέσεις, ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να επιδιώκει ενεργειακή αυτονομία στα κτίρια, στις γειτονιές, στους οικισμούς, στις πόλεις, σε ολόκληρες περιοχές και νησιά. Οι έξυπνες πόλεις και τα έξυπνα δίκτυα προσφέρουν νέες δυνατότητες μετάβασης από τα μεγάλα κεντρικά συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας (που απαιτούν εξόρυξη ορυκτών πόρων βλ. λιγνίτης, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) σε αποκεντρωμένα και αυτόνομα ενεργειακά συστήματα στηριγμένα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε μικρά και μεγάλα υφιστάμενα υδροηλεκτρικά έργα που θα μετατραπούν σε αναστρέψιμης λειτουργίας. Ειδικά ενεργειακά σχέδια θα πρέπει να οδηγούν σε μηδενική εκπομπή ρύπων με οργανωμένο και αποκεντρωμένο τρόπο, με εργαλεία την εξοικονόμηση και την παραγωγή, στηριγμένα στους εξής πυλώνες:
- Στη διάρθρωση των επιπέδων του ενεργειακού σχεδιασμού, ώστε να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο ενεργειακό σύστημα.
- Στη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών στην εξοικονόμηση και στην αυτοπαραγωγή με στόχο την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 αλλά και για ακόμη μεγαλύτερους στόχους μετά το 2050.
- Στην ανάδειξη των Ενεργειακών Κοινοτήτων ως πυλώνα. Οι Ενεργειακές Κοινότητες θα πρέπει να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για το στόχο αυτό θα πρέπει:
- Να επουλωθεί η στρέβλωση στην αγορά που δίνει την ευκαιρία σε μεγάλους επενδυτές να τις χρησιμοποιούν ως «εργαλείο» για να κερδοσκοπούν, καταστρατηγώντας και νοθεύοντας την έννοια της ενεργειακής δημοκρατίας για τους πολίτες, αφού εκτιμάται ότι πραγματικές Ενεργειακές Κοινότητες σήμερα δεν ξεπερνούν το 2%.
- Οι Ενεργειακές Κοινότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνονται και σε έργα εξοικονόμησης ενέργειας πέραν των έργων παραγωγής ενέργειας.
- Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν το συντονισμό μεταξύ των πραγματικών Ενεργειακών Κοινοτήτων και καλούν σε διασφαλίσεις για τον ρόλο τους, αξιοποιώντας την εμπειρία άλλων χωρών.
Σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έχουν έργα αντλησιοταμίευσης, η εκτεταμένη αξιοποίηση του κυματισμού της θάλασσας, που ειδικά στο Αιγαίο παρέχει τη δυνατότητα τοπικής ηλεκτροπαραγωγής, και η συστηματική αξιοποίηση των κλαδεμάτων ελιάς, πυρήνα, αμπέλου και άλλων δενδρωδών καλλιεργειών και από τοπική διαχείριση δασών κλπ, για παραγωγή πέλετς και μπρικετών. Είναι πολύ σημαντικό επίσης η χώρα μας να επενδύσει στην έρευνα για αξιόπιστα μέσα αποθήκευσης ενέργειας κάθε μορφής. Κατάλληλο παράδειγμα είναι και η θερμική αποθήκευση ενέργειας με τήξη αλάτων που μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτυχθεί με κατάλληλή μετατροπή των ανενεργών πλέον εργοστασίων που λειτουργούσαν με λιγνίτη.
Οι απαιτούμενες ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών μεταξύ τους και με το Εθνικό Δίκτυο θα είναι αποτέλεσμα επιστημονικών τεχνικο-οικονομικών μελετών με κριτήριο την ενεργειακή αυτονομία, την εξοικονόμηση και τη διασφάλιση της επάρκειας.
ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΕ ΠΑΝΤΟΥ, ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΕ ΜΕ ΣΧΕΔΙΟ
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ επιδιώκουν την χρήση όλων των τεχνολογιών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη γνωριμία τους με το ευρύ κοινό σε όλες τις μορφές και κλίμακες, και όχι μόνο στις σημερινές περιορισμένες μορφές που υπαγορεύονται από διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Θεσμοί όπως η ΡΑΕ θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο και να υποστηρίζουν τις περιφέρειες και τους δήμους στους περιφερειακούς και τοπικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς για εξοικονόμηση και ενεργειακή αυτονομία.
Η εκτεταμένη αδειοδότηση και εγκατάστασή μεγάλων ΑΠΕ, χωρίς διαβούλευση, χωρίς ενεργειακούς στόχους και χωροταξικά κριτήρια, γίνεται επικίνδυνη για τη φύση αλλά και την ίδια την κοινωνία. Είναι εγκληματική η μη επικαιροποίηση του Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ με βάση κοινά αποδεκτά επιστημονικά και κοινωνικά κριτήρια. Προτείνουμε να αποκλείονται από το σχεδιασμό για χωροθέτηση έργων ΑΠΕ τα τοπία υψηλής αισθητικής, περιοχές Natura 2000, περιοχές μεγάλου υψομέτρου και περιοχές πολιτιστικής, ιστορικής, οικολογικής ή άλλης αξίας.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ επισημαίνουν ότι οι τεχνολογίες των σημερινών ανεμογεννητριών που εγκαθίστανται στα ελληνικά βουνά είναι παλαιότερες και διαμορφώθηκαν προ εικοσαετίας. Οι ενεργειακές πολιτικές θα πρέπει να παρακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις προκειμένου να βρίσκουν αποτελεσματικές λύσεις. Ήδη σήμερα υπάρχουν τεχνολογικές εξελίξεις και εφαρμογές, ραγδαία αυξανόμενες, όπως για μεγάλες πλωτές ανεμογεννήτριες σε μεγάλα θαλάσσια βάθη, κάτι που δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας θαλάσσιων αιολικών πάρκων απομακρυσμένων από τις ακτές, εντός της ΑΟΖ της χώρας μας, π.χ. δυτικά του Ιονίου, του Καρπάθιου πελάγους και της Κρήτης ή νότια της Κρήτης. Ταυτόχρονα, η πλεονάζουσα ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιείται για παραγωγή πράσινου υδρογόνου για τις μεταφορές, το οποίο πριμοδοτείται από την ΕΕ. Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ, υπό όρους, θα στήριζαν τέτοιες χωροθετήσεις ως εναλλακτικές λύσεις προκειμένου να μην απειληθούν ευαίσθητα ορεινά και νησιώτικα περιβάλλοντα ή χωροθετήσεις α/γ σε μικρά θαλάσσια βάθη. Παράλληλα, οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ επισημαίνουν ότι βρίσκονται σε διαδικασία ταχείας εξέλιξης και οι επίγειες α/γ καθέτου άξονα, μονάδες παραγωγής ενέργειας από τον κυματισμό της θάλασσας, αποτελεσματικότερες μικρές εφαρμογές ΑΠΕ και άλλες τεχνολογικές καινοτομίες που θα πρέπει η Ελλάδα μ να αξιολογεί ως προς την καταλληλότητά τους για τις ειδικές συνθήκες της χώρας.
Πέραν των τριών προηγούμενων μεγάλων κατευθύνσεων οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ προτείνουν και τα εξής εξειδικευμένα μέτρα πολιτικής:
- Να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η απεξάρτηση από το λιγνίτη με ένα βιώσιμο σχέδιο μετάβασης, χωρίς να προκαλείται βία, οικονομική εξαθλίωση και διάλυση της κοινωνικής συνοχής (σχέδια δίκαιης μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές) .
- Θα πρέπει να χαραχθεί ενιαία πολιτική μεταφορών που απαντά σε αποτελεσματική κινητικότητα, με μικρότερη κατανάλωση ενέργειας, περισσότερη ασφάλεια και καλύτερη ποιότητα ζωής Οι οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, οι αερομεταφορές και η ναυτιλία θα πρέπει να αποκτήσουν σαφή σχέδια ενεργειακής εξοικονόμησης. Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ συμπαρατάσσονται με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα για πολιτικές μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου στις μεταφορές μέσα από το σύστημα των δικαιωμάτων ρύπων.
- Ειδικά στις χερσαίες μεταφορές σημαντικό μέτρο εξοικονόμησης αποτελεί η επέκταση γενικά των μέσων σταθερής τροχιάς (σιδηρόδρομος, μετρό, τραμ). Ειδικότερα για την Κρήτη, θα πρέπει παράλληλα με τον Βόρειο Οδικό Άξονα της Κρήτης να προβλεφθούν οι κατάλληλες απαλλοτριώσεις ώστε να είναι δυνατόν στο μέλλον να δημιουργηθεί σιδηροδρομική γραμμή.
- Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μπορεί να έχουν θετική επίδραση στην εξοικονόμηση, αν αξιοποιείται το ημερήσιο ενεργειακό πλεόνασμα, όπως θα προβλέπει το σχέδιο ενεργειακής αυτονομίας (τοπικό ή ευρύτερο).
- Η ποδηλατοκίνηση θα πρέπει να επεκταθεί γρήγορα μέσα στις πόλεις. Διευκολύνεται με τα νέα κίνητρα αγοράς ηλεκτρικών ποδηλάτων, ωστόσο θα πρέπει να υπάρξουν εξειδικευμένες πολιτικές για την επέκτασή τους.
- Η δημιουργία χώρων στάθμευσης κάτω από δρόμους και όχι κάτω από πάρκα και πλατείες, δίνει τη δυνατότητα να απελευθερώνεται τουλάχιστον μια λωρίδα στάθμευσης των ΙΧ, η οποία μπορεί να μετατρέπεται σε ποδηλατόδρομο και πεζόδρομο, διευκολύνοντας έτσι την ενίσχυση της εναλλακτικής μετακίνησης.
- Το υδρογόνο ως καύσιμο, στην προοπτική παραγωγής του από ΑΠΕ μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ενεργειακή μετάβαση, τόσο στις χερσαίες μεταφορές όσο και στις θαλάσσιες και εναέριες, όπως επίσης μπορούν να συνεισφέρουν υπό όρους και τα ενεργειακά φυτά και το βιοντίζελ. Απαιτείται άμεσα συνολικότερος σχεδιασμός, παράλληλα με τον ενεργειακό σχεδιασμό.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ενώνουμε τη φωνή μας με τα πράσινα κινήματα όλου του κόσμου και καλούμε τις κυβερνήσεις να λάβουν όλα τα επείγοντα μέτρα και να ξεκινήσουν άμεσα το σχεδιασμό για μια στρατηγική απεξάρτησης από την πυρηνική ενέργεια. Καλούμε την κυβέρνηση να αναλάβει αποτελεσματικές διπλωματικές πρωτοβουλίες για ΝΑ Ευρώπη και Μεσόγειο ώστε να είναι ελεύθερες από πυρηνικά. Αυτό ισχύει τόσο για τις επικίνδυνες μονάδες που ήδη λειτουργούν, όπως οι εναπομένοντες αντιδραστήρες του Κοζλοντούι στη Βουλγαρία, όσο και για τις χώρες της ευρύτερης περιοχής που σχεδιάζουν πυρηνικά εργοστάσια. Πρώτη προτεραιότητα είναι να σταματήσουν οι μονάδες στο Μπέλενε της Βουλγαρίας και το Άκουγιου στην Τουρκία, παράλληλα με πρωτοβουλίες για να ματαιωθούν τα πυρηνικά σχέδια στη Ρουμανία, Σλοβακία, Αλβανία, ΠΓΔΜ και Αίγυπτο. Παράλληλα η Ελλάδα θα πρέπει να πάψει να αγοράζει ενέργεια από πυρηνικά εργοστάσια άλλων χωρών, επιδοτώντας έμμεσα τη λειτουργία τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΟΙ ΑΠΕ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΟΠ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ :
Ορισμός – χαρακτηριστικά
Προβλήματα Εφαρμογής
Είδη εναλλακτικών μορφών ενέργειας
Παθητικά Ηλιακά Συστήματα
Ενεργητικά Ηλιακά Συστήματα
Αιολική Ενέργεια
Υδραυλική Ενέργεια
Βιομάζα
Φωτοβολταϊκά
Γεωθερμία υψηλής ενθαλπίας
Αβαθής Γεωθερμία
Ανακύκλωση κα Επαναχρησιμοποίηση
Μείωση της κατανάλωσης ενέργειας
Γιατί είμαστε κάθετα αντίθετοι στην Πυρηνική Ενέργεια
Ορισμός – χαρακτηριστικά
Η συζήτηση γύρω από τις Εναλλακτικές Μορφές Ενέργειας (ΕΜΕ) και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αναπτύχθηκε κυρίως κατά τη δεκαετία 1970, μετά την πρώτη παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση. Ήδη όμως αποτελούσε πεδίο έρευνας στους επιστημονικούς κύκλους, καθώς παρατηρούνταν σαφής επιδείνωση των περιβαλλοντικών παραμέτρων μεγάλων περιοχών του πλανήτη καθώς και της ανθρώπινης υγείας και αυτό συνδυάστηκε με το προφανές : την πλήρη επικράτηση των υδρογονανθράκων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κάρβουνο, λιγνίτης) για την λειτουργία της βιομηχανίας, των μεταφορών, της θέρμανσης και της λειτουργίας των νοικοκυριών στον αναπτυγμένο και αναπτυσσόμενο κόσμο.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι στην παρούσα φάση του πλανήτη δεν θα αρκούσε να αντικαταστήσουμε τις συμβατικές μορφές ενέργειας με εναλλακτικές χωρίς ταυτόχρονα να μειώσουμε σε πλανητικό επίπεδο την κατανάλωση ενέργειας. Είναι επομένως προφανές ότι ταυτόχρονα με την μετάβαση προς τις ΕΜΕ / ΑΠΕ απαιτείται και η μετάβαση των ανεπτυγμένων κοινωνιών προς ένα διαφορετικό και σαφώς λιγότερο ενεργοβόρο μοντέλο. Αυτό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη και χειροτέρευση του επιπέδου ζωής. Το κύριο πρόβλημα δεν βρίσκεται στον πλανήτη και τις περιορισμένες του πηγές αλλά στο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τις πηγές αυτές.
Κύριος άξονας της πολιτικής των ΟΠ αποτελεί η στροφή της κοινωνίας προς τις ΕΜΕ / ΑΠΕ και την μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Τα τελευταία χρόνια και υπό την πίεση των γεγονότων, από πολλές πλευρές και ανάλογα με το συμφέρον που αυτές εξυπηρετούν ακούγονται επιχειρήματα υπέρ της μίας ή άλλης μορφής ενέργειας με τον προσδιορισμό της ως «περιβαλλοντικής» ή «εναλλακτικής» ή «πράσινης» ή ότι άλλο εύηχο χαρακτηρισμό εφευρεθεί, προκειμένου να αντληθούν παράτυπα οι γενναίες επιδοτήσεις της ΕΕ.
Για να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, μία μορφή ενέργειας, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “εναλλακτική, ΕΜΕ” ή ως «ανανεώσιμη, ΑΠΕ», εφόσον διαθέτει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά (αλλιώς αποτελεί απλά στοχευμένη εξαπάτηση) :
α) Είναι ανανεώσιμη
β) Η χρήση της δεν εγκυμονεί κινδύνους περιβαλλοντικών ατυχημάτων και γενικά δεν έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή, αν έχει, αυτές είναι προσωρινές και περιορισμένες και αναιρούνται σύντομα από τους φυσικούς κύκλους. Σ΄ αυτό περιλαμβάνονται θερμικές, χημικές, κλιματικές επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα, το έδαφος, το υπέδαφος, την χλωρίδα και την πανίδα.
γ) Η χρήση της δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία
δ) Κατά την εφαρμογή της δεν προκύπτουν σοβαρά αντιαισθητικά αποτελέσματα
ε) Παρέχει δυνατότητες αποκέντρωσης και λήψης απόφασης εφαρμογής της από τις τοπικές κοινωνίες
στ) Βασίζεται γενικά σε απλά τεχνικά μέσα προσιτά στην πλειοψηφία του τεχνικού κόσμου της χώρας και μειώνει την τεχνολογική εξάρτηση των περιφερειών.
ζ) Οι εγκαταστάσεις και τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για την μετατροπή της σε ωφέλιμη για τον άνθρωπο ενέργεια αποτελούνται από υλικά ανακυκλώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον.
η) Υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας σε περιόδους που η προσφορά είναι μεγαλύτερη από την ζήτηση και γενικά είναι ευέλικτη, ώστε να μην δημιουργεί πιέσεις για προσαρμογή της κατανάλωσης ενέργειας στον ρυθμό παραγωγής της.
θ) Δημιουργεί κατάλληλο περιβάλλον για την προώθηση και ανάπτυξη των ανθρώπινων σχέσεων και την απελευθέρωση των κοινωνικών δομών. Δεν απαιτεί συγκέντρωση κεφαλαίου και εξουσίας.
Ι) Έχει σύντομη απόσβεση του αρχικού επενδυμένου κεφαλαίου συνυπολογιζομένου και του εξωτερικού της κόστους και παρουσιάζει ικανοποιητικό βαθμό απόδοσης.
Προβλήματα Εφαρμογής
Ένα χαρακτηριστικό των ΑΠΕ είναι συνήθως η ασυμφωνία της προσφοράς τους έναντι της ζήτησης. Για παράδειγμα, το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από Φ/Β είναι διαθέσιμο για 8 ώρες ή όταν παράγεται από ανεμογεννήτριες για όσο χρόνο υπάρχει σημαντική ανεμόπτωση. Έτσι προκύπτει το θέμα της αποθήκευσης της προσφερόμενης ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ. Έχουν βρεθεί διάφορα υλικά, φυσικά κατά προτίμηση αλλά και τεχνικά, για να επιτευχθεί αυτή η χαμηλού κόστους ενδιάμεση αποθήκευση της ενέργειας σε διάφορους ονομαζόμενους “φορείς ενέργειας”. Τέτοιοι φορείς ενέργειας μπορεί να είναι το νερό, τα διάφορα δομικά υλικά, οι συσσωρευτές, το υδρογόνο, η γη, οι σφόνδυλοι κλπ ανάλογα με την χρήση.
Αν και το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ έχει μειωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, ιδιαίτερα για τα Παθητικά Ηλιακά Συστήματα, το Βιοαέριο, τη Βιομάζα, τα Φ/Β και τις Α/Γ, από κάποιες αναλύσεις φαίνεται να είναι κατ΄ αρχάς μεγαλύτερο απ΄ ότι στις συμβατικές πηγές, Αυτό δεν είναι αλήθεια, αν ληφθούν υπόψη τα εξωτερικά κόστη, σημαντικότερο των οποίων είναι η περιβαλλοντική αποκατάσταση. Οι ΑΠΕ πλέον δεν είναι ακριβές για την κοινωνία και οι ΟΠ υποστηρίζουν πρωταρχικά αυτές τις ΑΠΕ που μπορούν να βοηθήσουν οικονομικά τα μέσα και χαμηλά εισοδήματα.
Στόχος μας είναι η καθαρή, αποκεντρωμένη, ελέγξιμη ως προς την κλίμακα και οικονομικά συμφέρουσα πράσινη τεχνολογία, που δίνει προοπτική αειφόρας ανάπτυξης των κοινωνιών μέσα στο φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Διευκρινίζουμε ότι με τον όρο «οικονομικά συμφέρουσα τεχνολογία», εννοούμε αυτήν την τεχνολογία που αποσβένει σε τέτοιο χρονικό διάστημα την αρχική επένδυση κεφαλαίου, ώστε η εφαρμογή της να μην αποτελεί καταστροφή της οικονομικής βάσης μιας χώρας ή μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής δομής. Σε σύγκριση με συμβατικές μορφές ενέργειας, η τιμή της παραγόμενης ενέργειας από εναλλακτικές μορφές μπορεί να είναι και υψηλότερη, αφού συνήθως στο κόστος παραγωγής της συμβατικής ενέργειας δεν περιλαμβάνεται το αποσιωπούμενο κόστος αποκατάστασης του περιβάλλοντος (το οποίο είναι τεράστιο και έχει οδηγήσει τον πλανήτη στο τωρινό του αδιέξοδο) και το οποίο, αν συνυπολογισθεί, αυξάνει σημαντικότατα το τελικό κόστος παραγωγής της συμβατικής ενέργειας.
Στην Ελλάδα, η βασική έμπρακτη υποστήριξη των ΑΠΕ εκ μέρους της Πολιτείας είναι τα προγράμματα ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ για το κτιριακό τομέα και η πολιτική επιδότησης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και διοχετεύεται στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ. Η τιμή της kWh που παράγεται από ΑΠΕ και διοχετεύεται στο δίκτυο της ΔΕΗ τιμολογείται με τιμές υψηλότερες από τις τιμές πώλησης της ΔΕΗ προς τους καταναλωτές, και αυτό το θεωρούμε σωστό, αφού η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ΑΠΕ απαλλάσσει την χώρα από το μεγάλο περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος των συμβατικών πηγών ενέργειας. Στόχος μας είναι, το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ να προσεγγίσει το κόστος παραγωγής από συμβατικές μορφές ενέργειας, ώστε να είναι πλέον βέβαιο και πέραν κάθε αμφιβολίας η πλήρης κατάργηση των ρυπογόνων μονάδων της ΔΕΗ στην Ελλάδα καθώς και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση της χρήσης υδρογονανθράκων στον τομέα των μεταφορών και τον κτιριακό τομέα.
Πέραν, όμως, της οικονομικής υποστήριξης, η δημιουργία γραφείων και οργανισμών που θα διαδίδουν, επεξηγούν και υποστηρίζουν τεχνολογικά τους ενδιαφερόμενους πολίτες στην κατεύθυνση αντικατάστασης των συμβατικών πηγών ενέργειας από βιώσιμες και ανανεώσιμες, αποτελεί σταθερή επιδίωξη και πρωτοβουλία των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ενέργεια χαρακτηρίζεται ως υψηλής ή χαμηλής αξίας ανάλογα με το είδος της και την δυνατότητα που έχει να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Επιδιώκουμε να μην σπαταλάμε την υψηλής αξίας ενέργεια με την μετατροπή της σε χαμηλής αξίας (πχ είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιούμε το ηλεκτρικό ρεύμα για θέρμανση χώρων μέσω ηλεκτρικών αντιστάσεων) και κατά δεύτερο λόγο να χρησιμοποιούμε την υψηλής αξίας ενέργειας σε διεργασίες που ακριβώς απαιτούν τέτοια ενέργεια και μάλιστα με υψηλό βαθμό απόδοσης, δηλαδή να απορρίπτουμε ως άχρηστη θερμότητα στο περιβάλλον όσο το δυνατόν μικρότερο ποσοστό της διατιθέμενης πρωτογενούς ενέργειας.
Είδη ΑΠΕ
Σε σχέση με τις ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας (ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα, μεταφορές, παραγωγικές διεργασίες), κύριος άξονας της πολιτικής των ΟΠ αποτελεί η στροφή της κοινωνίας προς τις ΕΜΕ/ΑΠΕ και η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας ως εξής :
ΑΝΑΓΚΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ
Ηλεκτρικό Ρεύμα Λιγνίτης Υδατοπτώσεις
Άνθρακας Ανεμογεννήτριες
Πετρέλαιο Φωτοβολταϊκά
Φυσικό Αέριο Γεωθερμία
Πυρηνικά Κυματική Ενέργ
Θερμότητα Πετρέλαιο Παθητικά Ηλιακά Συστ
Φυσικό Αέριο Ενεργητικά Ηλιακά Συστ
Άνθρακας Ηλιόθερμα
Ξύλο Βιομάζα
Ηλεκτρικό Ρεύμα Γεωθερμία
Αντλίες Θερμότητας Αβαθής Γεωθερμία
Μετακινήσεις Υγρά Καύσιμα Ηλεκτρικό Ρεύμα
Αλκοόλες
Βιοκαύσιμα
Φωτοβολταϊκά
Υδρογόνο
Αιολική ενέργεια
Αναλυτικότερα
Παθητικά Ηλιακά Συστήματα – Βιοκλιματική Αρχιτεκτονική
Πρόκειται για ηλιακά συστήματα, τα οποία συνήθως μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε θερμότητα για την θέρμανση και δροσισμό κατοικιών, βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων, εμπορικών κέντρων, θερμοκηπίων και σπανιότερα διεργασιών χωρίς την χρήση περίπλοκου ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού. Εφαρμόζονται κυρίως με βάση τις αρχές της “Βιοκλιματικής Αρχιτεκτονικής” και περιλαμβάνουν πολύ ήπιες τεχνικές σχεδιασμού, χωροθέτησης και κατεργασίας των εξωτερικών επιφανειών του κτιρίου. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι υαλοπίνακες και ο αέρας, που χρησιμοποιείται ως ρευστό μεταφοράς θερμότητας. Ως ενδιάμεση αποθήκη θερμότητας χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα δομικά στοιχεία του κτιρίου. Η “ευφυία” της τεχνικής αυτής έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιεί στοιχεία του κτιρίου που ούτως ή άλλως θα υπήρχαν για να παράγει και να αποθηκεύσει ενέργεια και έτσι το επιπλέον κόστος για την εφαρμογή της είναι μικρό, συνήθως περιοριζόμενο στους υαλοπίνακες, τα κουφώματα και στην αμοιβή του σχεδιαστή.
Στα παθητικά ηλιακά συστήματα εφαρμόζονται κανονικά και οι λεγόμενες “καθαρές τεχνολογίες δόμησης”, γίνεται δηλαδή επιλογή των δομικών υλικών του κτιρίου με κριτήρια την υγιεινή των χώρων, την επίτευξη αισθητικής και ψυχολογικής άνεσης στους χρήστες και την ανάπτυξη της κοινωνικότητας των κατοίκων της περιοχής, πλεονεκτημάτων δηλαδή που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν οικονομικά.
Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός κτιρίων χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλό κόστος αρχικής εγκατάστασης, μεγάλη ενεργειακή απόδοση, υψηλό βαθμό απόδοσης και μεγάλη διάρκεια ζωής των συστημάτων εφαρμογής της (περίπου όσο και ο χρόνος ζωής του κτιρίου. Σε καινούργια κτίρια, μπορεί να επιτευχθεί σημαντικότατο ποσοστό στην εξοικονόμηση ενέργειας για την θέρμανση και δροσισμό του κτιρίου. Σε υφιαστάμενα κτίρια που υφίστανται τροποποίηση, η διάρκεια απόσβεσης ίσως είναι μεγαλύτερη, όμως και πάλι η εφαρμογή τέτοιων τεχνικών είναι συμφέρουσα. Στα υφιστάμενα κτίρια η δυνατότητα εφαρμογών παθητικών ηλιακών συστημάτων εξαρτάται κυρίως από το κλίμα της περιοχής, τους πολεοδομικούς κανόνες, τον ανεμπόδιστο ηλιασμό της νότιας πλευράς και την διαρρύθμιση των χώρων στο εσωτερικό του κτιρίου. Τα κριτήρια αυτά καταδεικνύουν και το μέγεθος της ανεπάρκειας των ελληνικών κανονισμών πολεοδόμησης, αυτός είναι και ένας ακόμη τομέας που επιδιώκουν παρέμβαση οι ΟΠ : ο τρόπος που χωροθετούμε και κατασκευάζουμε τα κτίρια στην Ελλάδα, θα πρέπει να περιλαμβάνει πρωτίστως κριτήρια ενεργειακής αυτονομίας και προσαρμογής στις τοπικές περιβαλλοντικές παραμέτρους, αλλιώς τα κτήρια που κατασκευάζουμε σήμερα θα είναι πρακτικά ακατοίκητα μόλις κλείσουν οι κρουνοί του φτηνού πετρελαίου και της αφθονίας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Το κόστος, η ενεργειακή και οικονομική απόσβεση των παρεμβάσεων σε υφιστάμενα κτίρια είναι μεγαλύτερα απ’ ότι σε ένα κτίριο που εξαρχής σχεδιάζεται ως βιοκλιματικό, όμως σε εθνικό επίπεδο η εξοικονόμηση ενέργειας που θα μπορούσε να επιτευχθεί στα υφιστάμενα κτίρια είναι πολλές φορές μεγαλύτερη απ’ ότι αυτή στα νεόδμητα. Να λάβουμε, όμως, υπόψη ότι τα χρήματα που επενδύονται στον τομέα αυτό κατευθύνεται κυρίως προς εντόπια συνεργεία και προμηθευτές υλικών, πρόκειται δηλαδή για επένδυση που ενισχύει τον εγχώριο οικονομικό κύκλο και τα χρήματα που επενδύονται παραμένουν στην χώρα σε αντίθεση με πολλά άλλα συστήματα παραγωγής ενέργειας που το 90% των επενδυόμενων χρημάτων κατευθύνεται τελικά σε εταιρείες του εξωτερικού.
Ενεργητικά Ηλιακά Συστήματα
Πρόκειται για ηλιακά συστήματα, τα οποία μετατρέπουν την ενέργεια από την ηλιακή ακτινοβολία σε θερμό νερό χρήσης η θερμό ρευστό γενικότερα για την θέρμανση χώρων κατοικιών, θερμοκηπίων και την εξυπηρέτηση βιομηχανικών διεργασιών.
Τα ενεργητικά ηλιακά συστήματα χαρακτηρίζονται από μέσο – υψηλό αρχικό κόστος εγκατάστασης, δυνατότητα υψηλής ενεργειακής απόδοσης, μέτριο – καλό βαθμό απόδοσης και μέση διάρκεια ζωής των συστημάτων εφαρμογής. Εφόσον υπάρχει ο απαιτούμενος χώρος (ελεύθερη ασκίαστη επιφάνεια) δεν υπάρχει όριο στην παραγόμενη θερμική ισχύ και ούτε απαιτείται προσαρμογή του κελύφους του κτιρίου στις ανάγκες του συστήματος. Μπορούν να εκμεταλλευτούν μέχρι και το 40% της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας. Η ενεργειακή απόσβεση είναι καλή, συνήθως δεν ξεπερνά τα 5 χρόνια, η οικονομική απόσβεση γίνεται σε 6-10 χρόνια.
Αιολική Ενέργεια
Πρόκειται για ενέργεια που λαμβάνεται εκμεταλλευόμενοι την κίνηση ή την διαφορά πίεσης του αέρα. Η Ελλάδα διαθέτει το δεύτερο καλύτερο αιολικό δυναμικό στην Ευρώπη μετά την Μεγ. Βρετανία. Θεωρητικά, περιοχές που σήμερα τροφοδοτούνται από το ηπειρωτικό δίκτυο με ρεύμα θα μπορούσαν να γίνουν παραγωγοί ρεύματος και να τροφοδοτούν αντίστροφα το μητροπολιτικό δίκτυο. Οι παράκτιες περιοχές παρουσιάζουν πυκνότητα εκμεταλλεύσιμης ενέργειας πολλαπλάσια της ηλιακής ως εξής :
Μέση ηλιακή ετήσια ενέργεια στην Ελλάδα 1.300 – 1.700 kWh / m2
Αιολικό Δυναμικό Βορείου και ΝΑ Αιγαίου 6.000 – 12.000 kWh / m2
Αιολικό Δυναμικό Κρήτης 6.000 kWh / m2
Αιολικό Δυναμικό Κυκλάδων 10.000 – 17.000 kWh / m2
Αιολικό Δυναμικό Πελοποννήσου κ Στερ Ελλάδας 3.000 – 5.000 kWh / m2
Είναι προφανές ότι η αιολική ενέργεια στην Ελλάδα υπερισχύει σαφώς έναντι της Φωτοβολταϊκής παραγωγής.
Η τεχνολογία των Α/Γ θεωρείται πλέον «ώριμη», η απόδοσή τους είναι υψηλή και η κατασκευαστική τους αντοχή σε καταιγίδες, τυφώνες, κεραυνούς κλπ ακραία καιρικά φαινόμενα είναι και επιβάλλεται να είναι μεγάλη.
Το κόστος παραγωγής και το “εξωτερικό κόστος” παραγωγής ρεύματος από Α/Γ [ €/kWh ] είναι ήδη συγκρίσιμο με το αντίστοιχο κόστος από συμβατικές μεθόδους και κατά συνέπεια δεν υπάρχει κανένα τεχνικό ή οικονομικό εμπόδιο για την πλήρη ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτής στον Ελλαδικό χώρο :
Δυστυχώς, ο τρόπος που εφαρμόσθηκε αυτή η μορφή ΑΠΕ στην Ελλάδα (όπως και τα τεράστια Φ/Β πάρκα) δημιουργούν συχνά κινδύνους για το περιβάλλον και αναιρούν τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να προτιμάμε Α/Γ έναντι των συμβατικών σταθμών ενέργειας. Συνήθως, σε περιοχές με ευνοϊκό αιολικό δυναμικό εγκαθίστανται «μεγάλα πάρκα ανεμογεννητριών», έναντι των οποίων διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις, αφού όπου αυτό πραγματοποιήθηκε, παρατηρήθηκαν σημαντικές επιπτώσεις στο κλίμα της περιοχής. Ομοίως, ανεμογεννήτριες τεράστιου μεγέθους απαιτούν σημαντικές επεμβάσεις στο ανάγλυφο της περιοχής εγκατάστασης λόγω των τεράστιων βάσεων και των περιφράξεων που απαιτούν καθώς και την διάνοιξη οδών προσπέλασης μεγάλου πλάτους μέσα από δασικές ή άλλες ευαίσθητες φυσικές περιοχές, επηρεάζοντας την χλωρίδα και την πανίδα με τη διάσπαση της φυσικής ενότητας που προκαλούν, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να επηρεάσουν αισθητικά την φυσική εικόνα της περιοχής. Αυτό εκτιμάται ότι είναι ιδιαίτερα αρνητικό για μα χώρα σαν την Ελλάδα, όπου σε αντίθεση με τις χώρες της Κεντρικής & Βόρειας Ευρώπης, έχει διατηρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη φυσική χλωρίδα και πανίδα, σ΄ αυτό βεβαίως έχει βοηθήσει το ανάγλυφο της χώρας με τις συνεχείς και υψηλές οροσειρές. Βεβαίως υπάρχουν συχνά και αδικαιολόγητες και πολλές φορές ακραίες αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών με πολύ κακή πληροφόρηση, ενδεχομένως και με παραπληροφόρηση, κατά μικρών αιολικών πάρκων που εγκαθίστανται σε περιοχές ήσσονος φυσικής σημασίας και κοντά σε υπάρχοντα ηλεκτρικά και οδικά δίκτυα. Αυτές οι αντιδράσεις ωφελούν τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, λιγνίτης, άνθρακας, ορυκτό αέριο κ.α.) και το πυρηνικό λόμπυ και συνήθως έχουν βάση τον ψυχολογικό συντηρητισμό, ο οποίος αντιστρατεύεται οτιδήποτε καινούργιο και διαφορετικό.
Ως προς την οικονομική αξιολόγηση των Α/Γ, το θετικό τους στοιχείο είναι ότι με μικρότερο αρχικό κόστος εγκατάστασης από άλλες μεταβλητές ΑΠΕ (όπως πχ τα Φ/Β) παράγουν περισσότερη ωφέλιμη ενέργεια, αυτό φυσικά εξαρτάται κυρίως από τη μέση ταχύτητα ανέμου της περιοχής. Όμως, η Ελλάδα διαθέτει το δεύτερο καλύτερο αιολικό δυναμικό στην Ευρώπη, επομένως υπάρχουν πολλές θέσεις όπου η παραγωγή ενέργειας από Α/Γ ξεπερνάει κατά πολύ τη μέση παραγωγή τους στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Στα αρνητικά τους συγκαταλέγονται το γεγονός ότι είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενες, αφού κατασκευάζονται εξ’ ολοκλήρου στο εξωτερικό και δεν δημιουργούν σημαντική απασχόληση στον τοπικό ή ευρύτερο πληθυσμό. Επίσης, στα δευτερεύοντα αρνητικά οικονομικά χαρακτηριστικά τους συγκαταλέγεται η μεταβλητότητα της παραγωγής, που αναγκάζει το διαχειριστή του ηλεκτρικού δικτύου να διατηρεί σε εφεδρεία άλλες μονάδες συμβατικής παραγωγής ρεύματος (ορυκτού αερίου στην ηπειρωτική χώρα και πετρελαίου στα νησιά), αλλά αυτό το κόστος δεν ξεπερνάει το 5% της αξίας του παραγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Μια μελλοντική προοπτική αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας αποτελεί ωστόσο η παραγωγή υδρογόνου από τοπικές ΑΠΕ και αντλησιοταμίευση, που θα αποτελέσει ενεργειακό φορέα πιο εύκολο στη διαχείριση.
Απαιτείται τοπικός σχεδιασμός και προσαρμογή στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής με την δυνατότητα προσαρμογής με γνώμονα την ελάχιστη πρόκληση βλάβης και με την κατάλληλη επιλογή από το πλήθος των επιλογών ΑΠΕ που υπάρχουν όπως και εθνικός στόχος και προγραμματισμός, αλλά ποτέ οι επίσημες πολιτικές δεν είχαν ως τώρα μακρόπνοη λογική, ούτε και έδωσαν αυτή την ευκαιρία της ενεργειακής αυτονομίας.
Όπως είναι διαμορφωμένο το καθεστώς αδειοδότησης και χρηματοδότησης στην Ελλάδα, προωθούνται αποκλειστικά μεγάλοι παίκτες στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό είναι λάθος, θα έπρεπε να παρέχονται κίνητρα και στο μικρό παραγωγό, όχι μόνο για Α/Γ αλλά και για άλλες μορφές ΑΠΕ. Ας αναλογισθούμε ότι σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Δανία, η πλειοψηφία των εγκαταστάσεων ΑΠΕ ανήκει σε μικρο-ιδιοκτήτες και συνεταιρισμούς.
Υδραυλική Ενέργεια
Πρόκειται για ενέργεια που λαμβάνεται από την εκμετάλλευση της κίνησης ή της διαφοράς πίεσης του νερού. Υπάρχουν διάφορες προτάσεις για την εκμετάλλευση της δυναμικής και της κινητικής ενέργειας του νερού των λιμνών, ποταμών και θαλασσών, αρκετές βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της έρευνας και της πιλοτικής εφαρμογής. Σε ευρεία εφαρμογή τόσο παγκόσμια όσο και στον ελληνικό χώρο βρίσκεται η εκμετάλλευση της ενέργειας νερού ποταμών και λιμνών που σε κάποιο σημείο τους παρουσιάζουν σημαντική υδατόπτωση με την δημιουργία ταμιευτήρων και την εφαρμογή υδροστροβίλων για την μετατροπή της κινητικής ενέργειας του νερού σε ηλεκτρικό ρεύμα.
Αν και το αρχικό κόστος εγκατάστασης υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων είναι αρκετά υψηλό, λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής τους (ξεπερνά τα 100 χρόνια) και επειδή το λειτουργικό κόστος είναι πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, ιδιαίτερα με την εφαρμογή αυτοματισμών και τηλεχειρισμών περιοριζόμενο συνήθως στο κόστος κεφαλαίου, ασφαλειών και συντήρησης.
Στην Ελλάδα ευνοϊκές περιοχές για την παραγωγή ενέργειας από υδατοπτώσεις είναι το βορειοδυτικό της τμήμα (Ήπειρος), καθώς και όλες οι ορεινές περιοχές με σημαντική βροχόπτωση. Βασικός εκμεταλλευτής των υδατοπτώσεων στην Ελλάδα είναι η ΔΕΗ, που φαίνεται να έχει καλύψει το 40% του οικονομικά εκμεταλλεύσιμου δυναμικού παράγοντας ετησίως 5 Gwh ηλεκτρικής ενέργειας από 16 μεγάλους και 8 μικρούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς με φράγματα και αντλιοστατικούς σταθμούς αποθήκευσης συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 3 GW και καλύπτοντας κυρίως τις αιχμές ζήτησης ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα.
Τα υδροηλεκτρικά συστήματα χρησιμοποιούνται συνήθως για την ταυτόχρονη άρδευση μεγάλων αγροτικών περιοχών, την ύδρευση πόλεων και οικισμών καθώς και για την αντιπλημμυρική προστασία των κατάντι περιοχών. Οικολογικά επιβραδύνουν τον κύκλο νερού προς την θάλασσα, γεγονός θετικό και εξισορροπητικό της διάβρωσης και αποψίλωσης των εδαφών του ελληνικού χώρου. Απαιτείται μέτρια – υψηλή τεχνολογία και τεχνογνωσία, η οποία όμως έχει αναπτυχθεί πλήρως στην χώρα.
Όσον αφορά μεγάλους νέους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, διατηρούμε επιφυλάξεις για την γενική τους αποδοχή, αφού οι επεμβάσεις στα φυσικά συστήματα και το ανάγλυφο της περιοχής είναι τεράστιες και ως εκ τούτου είναι φυσικό να δημιουργούνται σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα αλλοίωση του κλίματος με σημαντική αύξηση της υγρασίας της ατμόσφαιρας από εξάτμιση, ανάπτυξη ιλιγγιωδών ταχυτήτων στα πτερύγια της τουρμπίνας (>200 m/s) με αποτέλεσμα να εξολοθρεύεται κάθε είδους υδρόβια ύπαρξη, μείωση της ροής μικρών ποταμών κατάντι του φράγματος, κίνδυνος εκτεταμένων καταστροφών σε περιπτώσεις υπερχείλισης λόγω έντονων βροχοπτώσεων κλπ.
Από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς μεγάλης κλίμακας (μερικές εκατοντάδες kW έως μερικά GW) υπάρχουν και οι μεγάλης κλίμακας επιπτώσεις στο περιβάλλον : συνήθως προκαλούν αλλαγή της κοίτης των ποταμών, ενδεχομένως μείωση της ιχθυοπαραγωγής, μετεγκαταστάσεις οικισμών, αλλοίωση του μικροκλίματος της περιοχής (υγρασία), μείωση της γονιμότητας του εδάφους, και αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης σεισμών μεσαίου μεγέθους (reservoir induced seismicity). Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργείται από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς με υπερκείμενη λίμνη αποθήκευσης νερού είναι ότι συνήθως το βάθος της λίμνης είναι μεγάλο και η άντληση του νερού προς τις τουρμπίνες γίνεται σχεδόν από τον πάτο της, όπου η θερμοκρασία είναι συνήθως κάτω από 5oC, έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες η διοχέτευση κρύου νερού στην κοίτη του ποταμού επηρεάζει έντονα τόσο τους υδρόβιους οργανισμούς όσο και την βλάστηση με αποτέλεσμα την αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής. Συνεπώς, η κατασκευή – εγκατάσταση νέων μεγάλων υδροηλεκτρικών συστημάτων αποτελεί μια δράση, της οποίας τα επιδιωκόμενα θετικά αποτελέσματα μπορεί να είναι μικρότερα από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί και συνεπώς, εμείς ως ΟΠ, ζητάμε την πλήρη και ουσιαστική υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων καθώς και πρόσθετα στοιχεία για την μακροπρόθεσμη επίδραση του έργου στο Περιβάλλον παράλληλα με την συναίνεση των τοπικών κοινωνιών που θίγει η δημιουργία λίμνης αποθήκευσης, φραγμάτων και αλλαγών στην ροή ποταμών της περιοχής.
Υπάρχουν και μικρής κλίμακας υδροηλεκτρικοί σταθμοί που παράγουν από μερικά W μέχρι μερικά kW, είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για περιοχές απομακρυσμένες από το δίκτυο της ΔΕΗ, μπορούν να βοηθήσουν στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη απομονωμένων περιοχών χωρίς να συνοδεύονται από τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μεγάλων φραγμάτων. Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να υποστηριχθεί η διάδοση και επανεγκατάσταση μικρών υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων και η ανάκτηση – εκσυγχρονισμός της σχετικής τεχνογνωσίας, προσφέροντας μια οικονομική και ενεργειακή τόνωση της ελληνικής υπαίθρου.
Συμπερασματικά: Νέα μικρά υδροηλεκτρικά έργα με φροντίδα για το φυσικό περιβάλλον βρίσκονται στις προτεραιότητες των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ, ενώ μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα με εκτροπές ποταμών και δημιουργία τεράστιων ταμιευτήρων μέσα σε δασικές περιοχές ή περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και αξίας είναι αποφευκτέα ή τουλάχιστον θα πρέπει να ελέγχεται κάθε φορά το ισοζύγιο ωφέλειας / βλάβης από την εφαρμογή τους σε βάθος χρόνου.
Φωτοβολταϊκά
Πρόκειται για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που η παραγωγή τους πλέον έχει εστιαστεί στην Κίνα και την Ν.Α Ασία. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι φωτοβολταϊκά πάνελ κατασκευασμένα από ημιαγώγιμα υλικά (πυρίτιο, χαλκός, σελίνιο, γερμάνιο, γάλλιο, αρσενικό, κάδμιο, οργανικές ουσίες, σπάνιες γαίες κλπ) καθώς και λοιπός ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός μέσης ή υψηλής πολυπλοκότητας, ήτοι συστήματα παρακολούθησης της θέσης του ήλιου, ηλεκτρικοί κινητήρες, μετατροπείς ρεύματος, θερμοστάτες, και διάφορα ηλεκτρονικά κυκλώματα ελέγχου.
Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από Φ/Β έχει σημαντικές κυρίως θετικές (κατά την λειτουργία) αλλά και αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (στην φάση της κατασκευής των Φ/Β). Στις θετικές συγκαταλέγονται η μηδενική ρύπανση, η εκμετάλλευση της ανεξάντλητης ηλιακής ενέργειας, η ασφάλεια και προβλεψιμότητα, η αποκέντρωση, η αθόρυβη λειτουργία, το αμελητέο κόστος λειτουργίας και συντήρησης, η αξιοπιστία, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η ευελιξία, η εξομάλυνση των αιχμών φορτίου του δικτύου (την περίοδο ηλιοφάνειας). Στις αρνητικές είναι η χρήση επικίνδυνων υλικών και βαρέων μετάλλων, δηλητηριωδών ουσιών, πρώτων υλών που σπανίζουν καθώς και η ανάγκη κατανάλωσης σημαντικών ποσοτήτων ενέργειας στην φάση παραγωγής του κρυσταλλικού πυριτίου. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα τελευταία χρόνια η ενεργειακή απόσβεση επιτυγχάνεται μέσα σε 3 – 5 χρόνια, ανάλογα με τον τύπο του Φ/Β στοιχείου. Βέβαια, το γεγονός ότι η κατασκευή των Φ/Β ελέγχεται παγκοσμίως από πολύ λίγες και τεράστιες εταιρείες και ότι για την Ελλάδα τα χρήματα που επενδύονται στον τομέα αυτό κατευθύνονται κυρίως προς το εξωτερικό, μας οδηγεί σε μια μέτρια αξιολόγηση της χρησιμότητας των Φ/Β στην ενεργειακή και οικονομική αυτονομία της χώρας.
Στον κτιριακό τομέα, υπάρχει η δυνατότητα συνδυασμού των Φ/Β με θερμικά ηλιακά συστήματα (Solar Wall PV). Επίσης, λόγω της στιβαρής και ανθεκτικής του κατασκευής, Φ/Β πάνελς μπορούν να αντικαταστήσουν πλήρως τα κεραμίδια της σκεπής, μειώνοντας έτσι το κόστος κατασκευής του κτιρίου.
Παρά τα σοβαρά περιβαλλοντικά και οικονομικά μειονεκτήματα της παραγωγής των Φ/Β, οι ΟΠ υποστηρίζουν πλήρως την οικονομική στήριξη και εγκατάσταση Φ/Β περιορισμένης ισχύος σε στέγες κτιρίων και γενικά εκεί όπου δεν αφαιρούν εκτάσεις από την γόνιμη γη. Τα γενικά περιβαλλοντικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των Φ/Β συστημάτων είναι πολύ θετικά αλλά και η προοπτική μιας οικολογικής και ενεργειακά αυτόνομης ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας ενισχύεται πολύ από την προσδοκώμενη μελλοντική δυνατότητα κατασκευής Φ/Β συστημάτων χαμηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικής όχλησης.
Για τις εγκαταστάσεις μεγάλων Φ/Β σε εκτάσεις εύφορης γης διατηρούμε επιφυλάξεις, θα πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται ότι δεν δημιουργείται μονοπώλιο στην παραγωγή ρεύματος, ότι δεν αφαιρούνται εκτάσεις από το γόνιμο αγροτικό δυναμικό της Ελλάδας και ότι επιπτώσεις στο κλίμα, την πανίδα και την χλωρίδα της περιοχής είναι αμελητέες.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο γίνονται κατά διαστήματα σκέψεις και σχέδια για την εκτεταμένη και κεντρική εκμετάλλευση της ηλιακής, αιολικής και υδραυλικής ενέργειας ερημικών περιοχών της Β. Αφρικής, της Αραβικής Χερσονήσου και της Μέσης Ανατολής με τεράστια κεντρικά συστήματα από Φωτοβολταϊκά, Υδραυλικά και Ανεμογεννήτριες. Οι ΟΠ διαφωνούν με την υπερ-συγκέντρωση των συστημάτων παραγωγής ενέργειας, αφού αυτό θα επισύρει αναγκαστικά μια σειρά από μεγάλες αρνητικές επιδράσεις, τόσο στο κλίμα με την αναπόφευκτη και μη προβλέψιμη μεταβολή του στην περιοχή της Μεσογείου, όσο και στην κοινωνία και την οικονομία με την ακύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών και την επιβολή στρατιωτικού νόμου στις περιοχές εγκατάστασης και την εξάρτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από 2-3 τεράστιες εταιρείες που θα ελέγχουν την ροή της ενέργειας προς την Ευρώπη, υποκαθιστώντας το σημερινό πετρελαϊκό λόμπυ από ένα λόμπυ «περιβαλλοντικά πιο ασφαλές» αλλά με καθόλου καλύτερο κοινωνικό πρόσωπο.
Βιομάζα
Με την λέξη “βιομάζα” εννοούνται όλα εκείνα τα υλικά φυτικής προέλευσης που περιέχουν αποθηκευμένη χημική ενέργεια, η οποία με διάφορες μεθόδους μπορεί να μετασχηματισθεί σε ενέργεια χρήσιμη για τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Περιέχουν ουσιαστικά ηλιακή ενέργεια μετασχηματισμένη σε χημική μέσω της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης.
Μια κατηγορία πρωτογενούς βιομάζας είναι τα αγροτικά και δασικά υπολείμματα, το ξύλο, τα φυτά, το κάρβουνο ως ανθρακοποιημένη βιομάζα, τα απόβλητα κτηνοτροφίας και τα αστικά απόβλητα. Δευτερογενώς μπορούν να παραχθούν “βιοκαύσιμα”, εδώ ανήκουν το βιοντίζελ (παράγεται κυρίως από ελαιούχους σπόρους με πυρόλυση) και η αιθανόλη (παράγεται από σακχαρούχα – αμυλούχα φυτά με ζύμωση). Τέλος, ως καύσιμη ύλη από βιομάζα θεωρείται και το βιοαέριο που παράγεται κυρίως σε ΧΥΤΑ με αεριοποίηση και αποτελείται κυρίως από μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα, σε μικρές ποσότητες και από άλλα αέρια προϊόντα τύπου αζώτου, υδρογόνου, αμμωνίας κλπ.
Η βιομάζα κατατάσσεται στις ΑΠΕ λόγω μιας σειράς πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει : έχει μηδενικό ισοζύγιο CO2, υπάρχει διαθέσιμη σε μεγάλες ποσότητες και μπορεί να καλύψει σημαντικό τμήματα των ενεργειακών αναγκών και του πολιτισμένου κόσμου, δεν περιέχει θείο και άρα μειώνει το φαινόμενο της όξινης βροχής, ανανεώνεται με βάση τους φυσικούς ρυθμούς ηλιασμού, έχει κυρίως τοπικό χαρακτήρα κατανάλωσης, μειώνει την εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα και τα παιγνίδια του πολέμου των καυσίμων και του συγκεντρωμένου πλούτου και αυξάνει την απασχόληση στις αγροτικές περιοχές. Βεβαίως έχει και μερικά αρνητικά χαρακτηριστικά έναντι των υγρών καυσίμων υδρογονανθράκων : έχει μικρή πυκνότητα ενέργειας, περιέχει πολλή υγρασία που δυσκολεύει τις ενεργειακές μετατροπές και δημιουργεί αυτοκατανάλωση ενέργειας για την εξάτμισή της, παρουσιάζει συνήθως χαμηλό βαθμό απόδοσης κατά την καύση, έχει μεγάλη τοπική και χρονική διασπορά, παρουσιάζει δυσκολίες κατά την συλλογή, μεταφορά και αποθήκευση και απαιτεί υψηλό κόστος εξοπλισμού για την καύση της ή τις άλλες μετατροπές της, πάντα συγκριτικά με τις τεχνολογίες των συμβατικών καυσίμων. Επίσης, κατά την μετατροπή της σε βιοκαύσιμα (βιοντίζελ, βιοαιθανόλη) παράγονται απόβλητα με υψηλό ρυπαντικό φορτίο που είναι δύσκολα επεξεργάσιμα.
Σε ατομικό επίπεδο και στον τομέα της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας, η κύρια εφαρμογή της βιομάζας είναι η θέρμανση χώρων, είτε με παραδοσιακά τζάκια, ξυλόσομπες, μασίνες κλπ είτε με λέβητες κεντρικής θέρμανσης αυτόματης ή χειροκίνητης τροφοδοσίας. Να σημειωθεί εδώ ότι ένα απλό ανοιχτό τζάκι συνήθως “πετάει” στην ατμόσφαιρα το 80-90% της θερμικής ενέργειας του ξύλου (!). Όμως σήμερα υπάρχουν τζάκια κλειστά, αερόθερμα και με ελεγχόμενη καύση που μπορούν να φτάσουν σε βαθμό απόδοσης τουλάχιστον 70% και πραγματικά να θερμάνουν αυτόνομα μία κατοικία. Επίσης, ξυλολέβητες που χρησιμοποιούν πριονίδι ή pellets έχουν βαθμό απόδοσης που μπορεί να συγκριθεί με αυτόν των λεβήτων πετρελαίου και αποβάλλουν στην ατμόσφαιρα ελάχιστα καυσαέρια και καπνιά.
Η θερμογόνος δύναμη των ελληνικών καυσόξυλων (με φυσική ξήρανση διάρκειας ενός έτους) είναι προσεγγιστικά από 4 έως 5,7 kWh/Kg, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι τρία κιλά ξύλου ή άλλης ξηρής βιομάζας παράγουν ενέργεια όσο περίπου ένα λίτρο πετρελαίου.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν τη διάδοση της χρήσης βιομάζας για την συμπληρωματική θέρμανση των κτιρίων ή για παραγωγή θερμότητας βιοτεχνικών και βιομηχανικών διεργασιών, όπου αυτό μπορεί να υποκαταστήσει την χρήση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων υδρογονανθράκων. Όμως, η ευρεία, ανεξέλεγκτη και χωρίς ποιοτικούς περιορισμούς καύση βιομάζας σε αστικά ή περιαστικά κέντρα μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα πιο έντονα ακόμη και απ’ ότι η χρήση πετρελαίου. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Αντίθετα, σε συνδυασμό με την χρήση παθητικών και ενεργητικών ηλιακών συστημάτων και λεβήτων πυρόλυσης, μπορεί να προκύψει ένας τρόπος κάλυψης των θερμικών αναγκών της χώρας, στον οποίο πολύ σύντομα μπορεί να απουσιάζει εντελώς το πετρέλαιο. Με μια περιβαλλοντική και ισοσταθμισμένη χρήση της βιομάζας ως προς την υλοτομία και την φύτευση – δημιουργία νέων δασών, χρήση πυρολυτικών συστημάτων θέρμανσης με ελάχιστη παραγωγή ρύπων και μικροσωματιδίων μπορεί να προκύψει αειφόρα χρήση των δασών της Ελλάδας, μείωση των εκπομπών CO2 και ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές πετρελαίου. Μάλιστα, υπό συνθήκες, το όλο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας και των εκτάσεων των ελληνικών δασών.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν όλες τις τεχνολογίες που παράγουν καύσιμα δυνάμενα να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές πετρελαίου και ορυκτού (φυσικού) αερίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον, έχουν αποδεδειγμένα θετικό ενεργειακό ισοζύγιο και ότι δεν επιβαρύνονται σημαντικά άλλοι τομείς της οικονομίας ή της κοινωνικής διάρθρωσης της χώρας. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, ότι για την παραγωγή βιοντίζελ ή βιοαιθανόλης χρησιμοποιούνται φυτά που καλλιεργούνται σε γόνιμες εκτάσεις και με υψηλή ενεργειακή κατανάλωση. Αυτό μας κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς ως προς την οικολογική χρησιμότητα αυτών των νέων ενεργειακών φορέων, αφού επί του παρόντος είναι οριακά βιώσιμο ένα τέτοιο μοντέλο τόσο από οικονομική όσο και από περιβαλλοντική άποψη. Υποστηρίζουμε, όμως την ανεξάρτητη ή κρατική ευρωπαϊκή έρευνα προς την κατεύθυνση αυτή, ειδικά αν για την παραγωγή βιοκαυσίμων μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν φυτικά και δασικά υπολείμματα, φύκια ή εκβραζόμενα θαλάσσια φυτά, φυτά ή άλλοι μικροοργανισμοί που αναπτύσσονται χωρίς γενετικές τροποποιήσεις σε έως τώρα άγονες εκτάσεις και γενικά πρώτη ύλη φυτικής προέλευσης που διαφορετικά θα απορριπτόταν ως άχρηστη σε χωματερές ή θα παρέμενε στην ύπαιθρο χωρίς καμία ουσιαστική εκμετάλλευση.
Ας μην ξεχνάμε ότι στον χώρο παραγωγής του βιοντίζελ εμπλέκονται ήδη οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες σε συνεργασία με παγκόσμιας εμβέλειας εταιρείες τροφίμων, στις οποίες και καταλήγουν μεγάλα ποσά κρατικών επιδοτήσεων και ενισχύσεων για την χρηματοδότηση της έρευνας και της πιλοτικής εφαρμογής.
Γεωθερμία
Ως γεωθερμία νοείται η ανεξάντλητη ενέργεια υπό μορφή θερμότητας που περικλείεται στον προσβάσιμο στερεό φλοιό της γης καθώς και στα επιφανειακά γεωθερμικά ρευστά, στα οποία επικρατούν θερμοκρασίες 25 … 350 oC. H εκμετάλλευση της γεωθερμίας μπορεί να δώσει ωφέλιμη ενέργεια είτε απευθείας ως θερμότητα είτε εμμέσως για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ελλάδα είναι πλούσια σε γεωθερμική ενέργεια, ιδιαίτερα στην περιοχή του Νότιου Αιγαίου. Διαπιστωμένα κοιτάσματα γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας με δυναμικό πάνω από 300 Mwe βρίσκονται στην Μήλο, Κίμωλο, Σαντορίνη, Νίσυρο, Λέσβο, Χίο, Σαμοθράκη, Αλεξανδρούπολη, Σέρρες κλπ, όμως παραμένουν προς το παρόν αναξιοποίητα και ουσιαστικά δεν υπάρχει ούτε ένα καλό παράδειγμα εφαρμογής γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας στην Ελλάδα.
Ως προς την χρήση της γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας, οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν την χρήση διανεμημένων συστημάτων μικρού ή μεσαίου μεγέθους (πχ. για θέρμανση θερμοκηπίων, τηλεθέρμανση οικισμών, παραγωγή τροφίμων σε βιοτεχνίες) για υποκατάσταση των υδρογονανθράκων τόσο στην παραγωγή θερμότητας όσο και ηλεκτρισμού, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης επαρκούς και αιτιολογημένης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από την οποία να προκύπτει σαφώς το περιβαλλοντικό και ενεργειακό όφελος.
Εκεί όπου δεν υπάρχουν ρευστά υψηλής θερμοκρασίας , μπορεί να γίνει χρήση της αβαθούς γεωθερμίας, κυρίως σε αγροτικές και περιαστικές περιοχές. Τα γεωθερμικά συστήματα που παράγουν ωφέλιμη θερμότητα για κτήρια από αβαθή γεωθερμικά στρώματα χαμηλών θερμοκρασιών (<25 οC) συνδυάζονται συνήθως με μηχανολογικό εξοπλισμό τύπου αντλιών θερμότητας. Το πλεονέκτημα μιας γεωθερμικής εγκατάστασης έγκειται στον υψηλό συντελεστή απόδοσης της ηλεκτροκίνητης αντλίας θερμότητας (συμπιεστή). Να λάβουμε όμως υπόψη ότι τα μηχανήματα αυτά είναι κατά βάση εισαγόμενα, με αποτέλεσμα το 50% των χρημάτων που επενδύονται στον τομέα αυτό να κατευθύνεται τελικά σε παραγωγούς (ευτυχώς συνήθως μικρούς) εκτός Ελλάδας και συνεπώς να μην ενισχύεται αρκετά το τοπικό τεχνικό δυναμικό.
Από περιβαλλοντική άποψη, για κάθε kWh ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από συμβατικά καύσιμα εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα 1 Kg CO2, συνεπώς με κάθε οικιακή εφαρμογή μειώνονται ετησίως οι εκπομπές CO2 κατά 5 τόνους.
Εναλλακτικές Μορφές Ενέργειας στο στάδιο της έρευνας
Σε ερευνητικό επίπεδο υπάρχουν υδροηλεκτρικοί σταθμοί εκμεταλλευόμενοι τις παλίρροιες, τα μόνιμα υποβρύχια ρεύματα των θαλασσών, καθώς και σταθμοί από την ενέργεια των κυμάτων ή των θαλάσσιων ρευμάτων, όμως αφενός η διατιθέμενη τεχνολογία είναι ακόμη ανώριμη, αφετέρου φαίνεται ότι αυτές οι τεχνολογίες δημιουργούν και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν την ανεξάρτητη ή κρατική – ευρωπαϊκή έρευνα τέτοιων μορφών ενέργειας, που να προάγουν την καθαρή, αποκεντρωμένη, προσιτής τεχνολογίας και μικρού – μεσαίου μεγέθους παραγωγή ενέργειας, αφού έτσι μπορεί να ωφεληθεί ιδιαίτερα η Ελλάδα που διαθέτει μεγάλο θαλάσσιο δυναμικό.
Το υδρογόνο ως φορέας ενέργειας
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ΕΜΕ/ΑΠΕ είναι η περιοδική μεταβολή της παροχής ενέργειας τόσο κατά την διάρκεια της ημέρας όσο και σε ετήσια βάση. ΄Έτσι προκύπτει το βασικό πρόβλημα της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών κατά τα χρονικά διαστήματα που οι ΕΜΕ/ΑΠΕ δεν είναι διαθέσιμες, αλλά και της “ενδιάμεσης αποθήκευσης” της ενέργειας που προέρχεται από ΕΜΕ/ΑΠΕ, υποθέτοντας βεβαίως ότι αυτές παρέχουν περίσσεια ενέργεια στο χρονικό διάστημα που λειτουργούν.
Οι ΟΠ απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιαδήποτε τεχνική που προάγει την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας ως προσαρμογή προς τα συστήματα παραγωγής ενέργειας και υποστηρίζουν όλες εκείνες τις τεχνικές που κατ΄ αρχάς προσαρμόζουν τις ανθρώπινες ενεργειακές ανάγκες στους ρυθμούς που η ενέργεια προσφέρεται από φυσικούς πόρους ή την ενδιάμεση αποθήκευση της περίσσειας φυσικής ενέργειας σε περιβαλλοντικά συμβατούς φορείς, από τους οποίους μπορεί να αντληθεί ενέργεια σε χρονικές φάσεις διαφορετικές από τους φυσικούς κύκλους.
Ήδη από την δεκαετία του 70, το υδρογόνο θεωρήθηκε ως ιδανικός “φορέας ενέργειας”. Είναι πράγματι ένα υλικό στο οποίο ανά μονάδα βάρους μπορεί να αποθηκευτεί μεγάλο ποσό ενέργειας (τριπλάσιο της βενζίνης), είναι άφθονο στην φύση (νερό), σχετικά ασφαλές (θερμοκρασία αυτόματης ανάφλεξης 585 oC έναντι 230 … 480 της βενζίνης) και κατά την χημική μετατροπή του δεν παράγονται βλαπτικές ουσίες (κάποιες μικρο-ποσότητες οξειδίων του αζώτου) παρά μόνο οξυγόνο και νερό. Με βάση αυτά τα θεωρητικά πλεονεκτήματα, σε ερευνητικό τουλάχιστον επίπεδο έγιναν από τότε αρκετές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερα σε εφαρμογές κίνησης οχημάτων. Όλες όμως οι προσπάθειες βρήκαν σημαντικό εμπόδιο στον τρόπο αποθήκευσης – διανομής του παραγόμενου υδρογόνου, καθώς και σε ορισμένες επικίνδυνες ιδιότητές του, όπως για παράδειγμα η εκρηκτικότητά του παρουσία οξυγόνου και η ασφυξιογόνα δράση του. Επίσης, η τεχνολογία λήψης ενέργειας από το υδρογόνο μέσω των κυψελών καυσίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμη ως ώριμη και αποδοτική.
Από οικολογική άποψη ενδιαφέρει η μέθοδος της ηλεκτρόλυσης, αφού για παράδειγμα το απαιτούμενο ηλεκτρικό ρεύμα θα μπορούσε να προέρχεται από τεχνολογίες ΕΜΕ, ήτοι Φ/Β συστήματα, ανεμογεννήτριες, υδραυλική ενέργεια, γεωθερμία σε περιόδους περίσσειας, όταν δηλαδή η ικανότητα παραγωγής ρεύματος των συστημάτων αυτών ξεπερνάει το επίπεδο κατανάλωσης, οπότε το πλεονάζον ρεύμα μπορεί να χρησιμοποιείται για την παραγωγή και αποθήκευση υδρογόνου και αυτό με την σειρά του να παράγει ρεύμα στις λεγόμενες «κυψέλες καυσίμου» σε χρονικές περιόδους που η παραγωγή υπολείπεται της κατανάλωσης.
Οι ΟΠ υποστηρίζουν όλες τις δράσεις έρευνας της τεχνολογίας υδρογόνου και ιδιαίτερα τις εθνικές, όταν λαμβάνουν υπόψη τους ως κύρια παράμετρο παραγωγής την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια στην χρήση και αποσκοπούν στην δημιουργία τεχνογνωσίας που μπορεί να διαδοθεί χωρίς την προϋπόθεση υψηλών τεχνολογικών προδιαγραφών.
Εξοικονόμηση Ενέργειας – Διαχείριση Απορριμμάτων
Στην Φύση δεν παράγονται σκουπίδια. Στα φυσικά οικοσυστήματα, αυτό που θεωρείται απόβλητο από έναν οργανισμό αποτελεί χρήσιμη πρώτη ύλη για κάποιον άλλο, και έτσι συνεχίζεται αρμονικά ο αέναος κύκλος της ζωής. Η παραγωγή “απορριμμάτων” αποτελεί ένα ακόμη ανθρωπογενές φαινόμενο των κοινωνιών που δεν είναι ενταγμένες στους φυσικούς κύκλους. Σε κάθε υλικό ή προϊόν που παράγεται από τον άνθρωπο βρίσκεται «αποθηκευμένη» μια ποσότητα ενέργειας, η οποία πάει χαμένη, κάθε φορά που το προϊόν αυτό οδηγείται στα σκουπίδια. Έτσι, με την επαναχρησιμοποίηση του προϊόντος ή την ανακύκλωσή του εξοικονομούνται στο σύνολο τεράστιες ποσότητες ενέργειας, οι οποίες αλλιώς θα έπρεπε να αναπαραχθούν για να παράγουν την νέα σειρά προϊόντων και υλικών.
Η διαχείριση των απορριμμάτων αποτελεί, εξάλλου, ένα από τα πλέον σύνθετα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, καθώς και σημαντικό παράγοντα υγιεινής διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας που έχει σχέση με τα απορρίμματα έχει δύο κατευθύνσεις, την πρόληψη παραγωγής απορριμμάτων και την επαναχρησιμοποίηση – ανακύκλωση προϊόντων ή τμημάτων αυτών :
α) Πρόληψη παραγωγής απορριμμάτων
Αυτό μπορεί να γίνει με τον σωστό περιβαλλοντικό σχεδιασμό των προϊόντων, την ανάλυση κύκλου ζωής, την μείωση χρήσης επικίνδυνων ουσιών στο προϊόν και την συσκευασία του, την μείωση του όγκου – βάρους της συσκευασίας των καταναλωτικών προϊόντων, τον σχεδιασμό των προϊόντων έτσι ώστε να διαχωρίζονται εύκολα τα συστατικά του κατά την φάση της ανακύκλωσης.
β) Επαναχρησιμοποίηση – ανακύκλωση των προϊόντων
Τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα περιέχουν υλικά, των οποίων η πρώτη ύλη παραγωγής αρχίζει να εκλείπει ή είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα. Τέτοια υλικά είναι :
Το χαρτί, το γυαλί, το αλουμίνιο, ο χάλυβας, ο χαλκός και άλλα μέταλλα, το πλαστικό, το ξύλο. Επίσης, υπάρχουν ομάδες προϊόντων που αποτελούνται από πλήθος υλικών, πολλά των οποίων με σημαντική αξία ανακύκλωσης ή μεγάλη περιβαλλοντική επιβάρυνση : αυτοκίνητα, ελαστικά οχημάτων, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, μπαταρίες, οικοδομικά μπάζα, λιπαντικά οχημάτων κλπ.
Οι ΟΠ υποστηρίζουν κάθε μέτρο για την μείωση του όγκου απορριμμάτων και την ανακύκλωση – επαναχρησιμοποίηση προϊόντων και υλικών. Έτσι εξοικονομούνται ενέργεια και πρώτες ύλες, μάλιστα όλες οι οικονομικές αναλύσεις αποδεικνύουν ότι οι εξοικονομούμενες ποσότητες ενέργειας είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να παραχθούν οικονομικά από τις διατιθέμενες εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Η οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών αλλά και η συμπεριφορά του καθενός μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Πυρηνική Ενέργεια
Η τεχνολογία της πυρηνικής ενέργειας βασίζεται στις θεωρητικές και πειραματικές μελέτες που έγιναν από εξέχοντες και καλοπροαίρετους επιστήμονες στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, αφού εγκαταστάσεις μετατροπής της πυρηνικής ενέργειας σε ηλεκτρικό ρεύμα αποδείχθηκαν ιστορικά ιδιαίτερα επικίνδυνες για το περιβάλλον και την ανθρωπότητα και οι βλάβες που προκαλούνται τόσο κατά την λειτουργία – παραγωγή ραδιενεργών αποβλήτων όσο και σε περίπτωση ατυχημάτων μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρο τον πλανήτη. Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί ένα καθαρά εμπορικό προϊόν καθώς και ένα μέσο πολιτικής επιβολής. Τα περισσότερα από πυρηνικά εργοστάσια που λειτουργούν σήμερα έχουν κλείσει ήδη ζωή 30-40 ετών και πάνω και σύντομα θα απαιτηθεί η διάλυσή τους.
Αν και το θέμα είναι σαφές από το οικολογικό κίνημα, το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερες φωνές προσπαθούν να κατατάξουν την πυρηνική ενέργεια στην «πράσινη ενέργεια» και να διεκδικήσουν σημαντικούς σχετικούς πόρους από την ΕΕ.
Το κόστος κατασκευής νέων είναι τεράστιο, σε επίπεδο που επηρεάζει τον προϋπολογισμό μιας χώρας. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογισθεί το κόστος διάλυσης του πυρηνικού εργοστασίου που είναι συγκρίσιμο με το κόστος κατασκευής τους, εκτός κι αν δεν τηρηθούν οι ισχύοντες κανόνες ασφαλείας … Να σημειωθεί ότι ακόμη κι αν μέχρι το 2040 διπλασιάσουμε την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από πυρηνικά εργοστάσια -γεγονός που σημαίνει την εγκατάσταση εκατοντάδων νέων πυρηνικών αντιδραστήρων- η μείωση των ρύπων σε παγκόσμιο επίπεδο δεν θα ξεπεράσει το 5%.
Με βάση τα υπάρχοντα αποθέματα ουρανίου, η πρώτη ύλη επαρκεί για την τροφοδοσία των υπαρχόντων και παραγγελθέντων εργοστασίων για ακόμη 100 έτη. Εφόσον εγκατασταθούν άλλοι τόσοι αντιδραστήρες (με στόχο την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα), τότε τα αποθέματα ουρανίου θα εξαντληθούν σε 40 χρόνια, δηλαδή τα νέα εργοστάσια θα ξεμείνουν από καύσιμα, πριν εξαντλήσουν το όριο ζωής τους.
Στην Ελλάδα έχουν γίνει μελέτες σκοπιμότητας για πυρηνικά εργοστάσια από τον Δημόκριτο την δεκαετία του 70 (έπειτα από παραγγελία του ΤΕΕ), οι οποίες κατέληξαν στο ότι τέτοια εργοστάσια στην Ελλάδα στην πραγματικότητα θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ατυχήματος λόγω των δομών της ελληνικής διοίκησης και της σεισμικότητας της περιοχής και τέλος είναι οικονομικά ασύμφορα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο και ύστερα από σχεδόν 50 χρόνια λειτουργίας, βελτιώσεων και κρατικών επιδοτήσεων, κανένας πυρηνικός σταθμός δεν είναι οικονομικά ανταγωνιστικός στην ελεύθερη αγορά χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις και κοστίζει τουλάχιστον δέκα φορές περισσότερο από την ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ ή από εφαρμογές εξοικονόμησης ενέργειας, εφόσον συνυπολογίσουμε όλα τα εξωτερικά κόστη περιβαλλοντικής αποκατάστασης.
Η ακτινοβολία που συνοδεύει αναγκαστικά κάθε πυρηνική διάσπαση είναι έντονα ιοντίζουσα και επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία. Θεωρητικά κατά την λειτουργία ενός πυρηνικού δεν εκπέμπονται ιοντίζουσες ακτινοβολίες, παρά μόνο σε ατυχήματα. Όμως διεθνείς ανεξάρτητες μετρήσεις δίνουν πολλά συμβάντα υπέρβασης των ορίων γύρω από πυρηνικές εγκαταστάσεις κάποιες μέρες του έτους, ενώ και στατιστικά δεδομένα δείχνουν υψηλούς δείκτες καρκινογένεσης και επιπλοκών εγκύων στον πληθυσμό που κατοικεί κοντά σε πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Οι περιβαλλοντικές βλάβες κατά την εξόρυξη του ουρανίου, τον εμπλουτισμό, επεξεργασία, την μεταφορά και αποθήκευση των πυρηνικών καυσίμων και την διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων είναι επίσης πολύ σημαντικές και έχουν δώσει στο παρελθόν αρκετά ατυχήματα.
Τα πυρηνικά εργοστάσια παρουσιάζουν σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) το χαμηλότερο δείκτη ατυχημάτων σε σχέση με άλλα εργοστάσια παραγωγής κάθε είδους καθώς και κάθε άλλη ομάδα τεχνολογικής ανθρώπινης δραστηριότητας. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι αυτό είναι αληθινό (πυρηνικά ατυχήματα και διαρροές αποκρύπτονται συστηματικά), η πιθανότητα ατυχήματος από μόνη της δεν αποτελεί επιστημονικό δείκτη ασφάλειας. Η πραγματική παράμετρος που περιγράφει τεχνοκρατικά το θέμα της ασφάλειας μιας διεργασίας είναι ο λεγόμενος “μαθηματικός κίνδυνος”, ο οποίος χονδρικά είναι το γινόμενο της πιθανότητας επί το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Υπολογίζοντας έτσι τον πραγματικό κίνδυνο, τα πυρηνικά εργοστάσια αποτελούν τις πλέον ανασφαλείς εγκαταστάσεις ανά τον κόσμο. Κανένας διεθνής οργανισμός ή εταιρεία δεν μπορεί να εγγυηθεί την ανυπαρξία κινδύνου ατυχήματος. Καμιά ασφαλιστική εταιρεία στον κόσμο δεν ασφαλίζει ποτέ κανένα πυρηνικό εργοστάσιο Εκτός αυτού, κίνδυνοι – και πραγματικά ατυχήματα συνέβησαν όντως- προκύπτουν σ΄ όλες τις μονάδες εξόρυξης, επεξεργασίας, εμπλουτισμού, μεταφοράς και αποθήκευσης των πυρηνικών καυσίμων και αποβλήτων.
Η διαχείριση των αποβλήτων είναι το μεγαλύτερο, ίσως, και έως τώρα άλυτο πρόβλημα της πυρηνικής ενέργειας. Τα πυρηνικά απόβλητα διακρίνονται σε απόβλητα χαμηλής, μεσαίας και υψηλής ραδιενέργειας, τα οποία ανάλογα με την κατηγορία τους πρέπει να φυλάσσονται για μερικές δεκάδες έως μερικές χιλιάδες χρόνια υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Ποιο σύστημα είναι ικανό να εγγυηθεί μια τέτοια λειτουργία για τα επόμενα 20.000 χρόνια, η αλλιώς, η υποθήκη στις επόμενες γενιές είναι πραγματικά τεράστια.
Σε κάθε τόνο πυρηνικού απόβλητου περιέχονται 10 κιλά πλουτωνίου, ποσότητα αρκετή για την κατασκευή μίας πυρηνικής βόμβας. Το απεμπλουτισμένο ουράνιο που περιέχεται στα απόβλητα χρησιμοποιείται για την κατασκευή συμβατικών και ραδιενεργών όπλων μεγάλης αποτελεσματικότητας (βλ. Πόλεμο στο Ιράκ). Επίσης, πολύ σημαντικός όγκος πυρηνικών αποβλήτων είναι τα ίδια τα πυρηνικά εργοστάσια, των οποίων η μέση διάρκεια ζωής είναι 30 έτη, μετά πρέπει να αποσυναρμολογηθούν και να αντιμετωπισθούν ως πυρηνικό απόβλητο ! Για το θέμα αυτό δεν υπάρχει τεκμηριωμένη επιστημονική μελέτη.
Από την έως τώρα λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων έχουν συσσωρευθεί ανά τον κόσμο περίπου 150.000 τόννοι αποβλήτων, εκ των οποίων μόνο το 1/3 έχει υποβληθεί σε επεξεργασία και ειδικούς όρους φύλαξης.
Για κάθε μονάδα ηλεκτρικού ρεύματος που παράγουν τα πυρηνικά εργοστάσια απορρίπτουν δύο έως τρεις μονάδες θερμότητας στο περιβάλλον, συμβάλλοντας έτσι στην θερμική επιβάρυνση του πλανήτη. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει και με τα αντίστοιχα συμβατικά εργοστάσια, όμως και από αυτό και μόνο το γεγονός (μαζί με την επιβολή στρατιωτικού τύπου κανόνων ασφαλείας στο εργοστάσιο και το περιβάλλον του για την στοιχειώδη ισχύ των συστημάτων ασφαλείας) αποδεικνύεται ότι σε καμία περίπτωση τα πυρηνικά δεν αποτελούν “πράσινη ενέργεια”. Ο πλανήτης υπερθερμαίνεται για αρκετούς λόγους, από την συσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, από την υπέρογκη ανθρωπογενή παραγωγή ενέργειας σ΄ όλες της τις μορφές, από την διόγκωση των καταναλωτικών αναγκών κλπ.
Για να χαρακτηρισθεί μία μορφή ενέργειας ως “εναλλακτική” ή ως «πράσινη» πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά, όπως αναφέρονται στην αρχή του κειμένου. Είναι προφανές ότι η Πυρηνική Ενέργεια δεν καλύπτει σχεδόν καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Σύνοψη – Η θέση του Οικολογικού Κινήματος για την Πυρηνική Ενέργεια
Η πυρηνική ενέργεια -παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας- συνεχίζει να αποτελεί μια επικίνδυνη και ασύμφορη επιλογή στην πορεία για την επίλυση του ενεργειακού προβλήματος της ανθρωπότητας. Εκτός των κινδύνων που εγκυμονεί σ΄ όλες τις παραγωγικές φάσεις, το πρόβλημα της οριστικής διάθεσης των αποβλήτων και η διάλυση των γερασμένων πυρηνικών εγκαταστάσεων συνεχίζει να είναι πρακτικά άλυτο και να δημιουργεί μία δυσβάσταχτη κληρονομιά στις επόμενες γενιές και σε βάθος εκατοντάδων ή χιλιάδων ετών. Ακόμη και αν υπήρχε η απαραίτητη τεχνογνωσία για την εξουδετέρωση των επικίνδυνων πυρηνικών αποβλήτων, το κόστος θα ήταν τόσο μεγάλο που θα καθιστούσε εξαρχής την πυρηνική τεχνολογία εντελώς ασύμφορη για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος σε ευρεία κλίμακα. Η εξέλιξη της πυρηνικής τεχνολογίας, όσο κι είναι αποτέλεσμα σπουδαίων επιστημονικών ανακαλύψεων και σημαντικής εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος, φαίνεται ότι σκοντάφτει σε εγγενή όρια, τα οποία την καθιστούν ασύμφορη και επιζήμια για την ανθρωπότητα και για την υπόλοιπη ζωή στον πλανήτη. Είναι βέβαιο ότι εάν τα αντίστοιχα κονδύλια είχαν διατεθεί σε έρευνα και πιλοτικές εφαρμογές στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και στην αναδιάρθρωση των αναγκών του πολιτισμένου κόσμου, το ενεργειακό πρόβλημα θα ήταν αυτήν την στιγμή περισσότερο κοντά στην λύση του παρά σε αδιέξοδο.
Ακόμη, η υιοθέτηση της πυρηνικής σχάσης για παραγωγή ρεύματος, εκτός από τεχνολογική επιλογή είναι μία έντονα κοινωνική απόφαση, γιατί αφενός οι κίνδυνοι από την τεχνολογία αυτή αφορούν πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας ακόμη και έξω από τα εθνικά σύνορα και αφετέρου οι απαιτούμενες διαδικασίες και πρακτικές ασφάλειας των εγκαταστάσεων οδηγεί σε μία στρατιωτικού τύπου δομή της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας. Γνωρίζουμε ότι στις χώρες του ελεύθερου ανταγωνισμού και των πολυεθνικών γιγάντων για τέτοιου είδους σοβαρές αποφάσεις, η κοινωνία, οι φορείς της και οι σχετικοί επιστήμονες είναι πάντα εκτός σκηνής, γιατί τα νήματα κινούνται από μεγάλες εταιρείες και τεχνοκράτες με ισχυρότατη επιρροή και με αποκλειστικό γνώμονα το ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον (πολλές από τις εταιρείες πυρηνικών είναι θυγατρικές μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών). Αυτές προετοιμάζουν σιγά – σιγά την κοινή γνώμη, και κυρίως, παρεμποδίζουν την εξέλιξη προγραμμάτων εναλλακτικών μορφών ενέργειας με προφανή στόχο : όταν το ενεργειακό θα φτάσει σε αδιέξοδο, η μόνη προφανής λύση που θα προβάλλει θα είναι η πυρηνική ενέργεια.
Οι κυρίαρχοι παράγοντες του ενεργειακού λόμπυ στον πλανήτη αντιμετωπίζουν την ενέργεια ως εμπόρευμα από το οποίο προσδοκούν κέρδος και επιδιώκουν έτσι να δημιουργήσουν σχέσεις ενεργειακής και πολιτικής εξάρτησης των κρατών στο όνομα της απεξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου. Η ενέργεια αντίθετα που προσφέρεται με περιβαλλοντικά κριτήρια από την φύση παράγεται από πόρους σε ανεπάρκεια. Αυτό που κυρίως πρέπει να αλλάξει είναι το καταναλωτικό μοντέλο των ανεπτυγμένων κοινωνιών και αυτό προϋποθέτει συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις, κατανόηση των φυσικών κύκλων και του τεχνητού διλήμματος να επιλέξουμε μεταξύ της καταστροφής του κλίματος από το φαινόμενο θερμοκηπίου ή την καταστροφή του περιβάλλοντος από τα ραδιενεργά απόβλητα. Μακροπρόθεσμα, δεν αμφιβάλλει κανείς (ακόμη και σε κρατικό επίπεδο ή επίπεδο διοίκησης της ΕΕ) ότι η καλύτερη λύση στο ενεργειακό πρόβλημα θα ήταν η μείωση των ενεργειακών αναγκών, η βελτίωση του βαθμού απόδοσης των διεργασιών και η ευρεία επέκταση της χρήσης ήπιων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με πρωτοπόρους φυσικά τις ανεπτυγμένες χώρες. Η Αιολική Ενέργεια, τα Παθητικά και Ενεργητικά Ηλιακά Συστήματα, τα Φωτοβολταϊκά, η Βιομάζα, το Βιοαέριο, η Γεωθερμία, η Υδραυλική Ενέργεια μπορούν ακόμη και με τον σημερινό βαθμό τεχνολογικής ωριμότητας να καλύψουν ένα σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών του ανθρώπου. Όμως αυτή η κατεύθυνση πρέπει να επιβληθεί από “από κάτω”, από ένα ευρύ περιβαλλοντικό κίνημα και κίνημα πολιτών, αφού είναι προφανές ότι οι κυβερνήσεις επηρεάζονται από άλλα κέντρα πίεσης και ένα πλέγμα συμφερόντων που εμποδίζουν την αλλαγή κατεύθυνσης της καταναλωτικής πορείας της κοινωνίας.